Θέα από την γαλλική πρεσβεἰα στην Κωνσταντινούπολη, στο Choiseul-Gouffier, Voyage pittoresque de la Grèce (Paris, 1822)
Travel Trails και o Λοιμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η ψηφιακή αποδελτίωση εκατοντάδων περιηγητικών κειμένων από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα στο πρόγραμμα αποτελεί πλούσια πηγή πληροφοριών για ποικίλα θέματα. Με αφορμή πρόσφατα γεγονότα αναζητήσαμε τον όρο ‘λοιμοί’ (tag: plagues), που αποτελούσε ενδημικό φαινόμενο για αιώνες στα εδάφη της Βυζαντινής και της μετέπειτα Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Θα αναφερθούμε σε τρεις περιηγητές του 17ου αιώνα που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη εν μέσω λοιμού. Τα θέματα τα οποία θεωρούν άξια μνείας δεν απέχουν πολύ από αυτά που μας απασχολούν ακόμη και σήμερα: ο αριθμός των θυμάτων, τα μέτρα υγιεινής, ο εγκλεισμός, η περίθαλψη, η κατάσταση της οικονομίας αλλά και η πίστη των μουσουλμάνων στο πεπρωμένο.
Ο εύπορος Ιταλός μουσικός Pietro della Valle ταξίδεψε στην Ανατολή με εντολή γιατρού για να θεραπευθεί από μελαγχολία που ήταν απόρροια ερωτικής απογοήτευσης. Το 1614-1615 βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη που πλήττεται από λοιμό. Αν και η ασθένεια προκαλεί μεγάλο κακό στην πόλη, ο ίδιος δεν αισθάνεται ιδιαίτερο κίνδυνο, νοιώθει μάλιστα μια οικειότητα με την νόσο, όπως “οι ντόπιοι’’ (gli uomini del paese) και δεν σκοπεύει να κρυφτεί μέσα σε ένα “μικρό κουτί από βαμβάκι’’ (scatolino di bambagio). Αντί να ακολουθήσει το παράδειγμα του πρέσβη που μετακόμισε έξω από την πόλη προς στη Μαύρη Θάλασσα, ο ίδιος προτιμά να ζει με την ασθένεια παρά με τη μελαγχολία που θα του προξενούσε η μοναξιά και η απουσία ανθρώπων. Τού κάνουν εντύπωση οι συνθήκες περίθαλψης των καθολικών χριστιανών που ζουν στο Πέρα: εκεί οι άνθρωποι όταν μολυνθούν αντέχουν ακόμη και σαράντα μέρες, ενώ αλλού πεθαίνουν σε έξι-εφτά μέρες. Σε αντίθεση με άλλα μέρη, υπάρχει φροντίδα για τους ασθενείς: “βρίσκονται άνθρωποι για να τους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, βρίσκονται κληρικοί που τους εξομολογούν και τους προσφέρουν τα μυστήρια, τέλος πάντων πεθαίνει κανείς όπως θέλει”.
Εντελώς αντίθετη άποψη έχει για την οθωμανική Κωνσταντινούπολη. Σημειώνει ότι για τη συνεχή σχεδόν παρουσία του λοιμού στην Πόλη ευθύνεται ως ένα βαθμό το κλίμα, αλλά και η ελλιπής μέριμνα των Οθωμανών για τους κανόνες υγιεινής: δεν ελέγχονται τα τρόφιμα ούτε η κυκλοφορία, οι δρόμοι είναι ρυπαροί, δεν υπάρχει καραντίνα ούτε καίγονται τα μολυσμένα αντικείμενα. Τα ενδύματα των νεκρών ασθενών διακινούνται αμέσως στην αγορά, όπως και τα βιβλία τους. Μάλιστα αυτό τον στενοχώρησε ιδιαίτερα επειδή δεν ριψοκινδύνευσε να αγοράσει ορισμένα τέτοια βιβλία σε καλή ευκαιρία. Οι Τούρκοι δεν έχουν τέτοιες έγνοιες, σημειώνει, για αυτό όμως και έχουν πολλά περισσότερα θύματα από αλλού· τον Σεπτέμβριο του 1615 έφθασαν να πεθαίνουν ως 3.000 την ημέρα, ενώ συνολικά οι αριθμοί ήταν 120.000 Τούρκοι, 2.000 Εβραίοι και 18.000 Χριστιανοί.
Στις αρχές τού αιώνα (Οκτώβρης του 1607) ο γραμματέας του Γάλλου πρέσβη Jean de Gontaut Biron σημειώνει σε επιστολή του ότι η Κωνσταντινούπολη έχει τόσο πολύ χτυπηθεί από το λοιμό, ώστε το Πέρα δεν είναι παρά μια έρημος κατοικημένη μόνο από κάποιους απελπισμένους που παρέμειναν στην πόλη επειδή πιστεύουν ότι ήταν η μοίρα τους (predestination).
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι αντιμετώπιζαν εξίσου μοιρολατρικά την κατάσταση. Εκτός από τη φυγή άλλο μέτρο προστασίας ήταν ο εγκλεισμός (αποφυγή). Για παράδειγμα, ο Σουλτάνος αρχικά απομακρύνθηκε από την πόλη για να αποφύγει το λοιμό, ενώ αργότερα, όταν επέστρεψε, έμεινε για μέρες κλεισμένος στο χαρέμι. Άλλωστε ο λοιμός είχε προκαλέσει μεγάλο κακό ακόμη και στους Ευρωπαίους διπλωμάτες. Χαρακτηριστική είναι η πολεμική ορολογία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας: “(ο λοιμός) επιτέθηκε στην κατοικία του διερμηνέα Ολιβιέ, όπου χτύπησε έναν υπηρέτη· χτυπήθηκε και μία από τις κόρες του, αλλά νομίζω ότι θα θεραπευτεί”. Φυσικά ο λοιμός δεν χαριζόταν ούτε σε υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους: “ο λοιμός χτύπησε εδώ και πέντε μέρες έναν Πασά (...) μαζί με εικοσιτέσσερις ανθρώπους του οίκου του. Ο Σουλτάνος θα κληρονομήσει περισσότερο από δύο χιλιάδες χρυσού”.
Λίγο αργότερα βρίσκεται στην Ανατολή ο Βρετανός Sir Henry Blount. Αναφέρει δύο περιστατικά που σε αντίθεση με τα πιστεύω των δυτικοευρωπαίων δείχνουν την πεποίθηση των μουσουλμάνων ότι η μετάδοση του λοιμού επαφίεται στο ριζικό τους. Στο πλοίο που τον μετέφερε στη Ρόδο, ένας Γάλλος υπέκυψε στο λοιμό. Με έκπληξη παρατήρησε ότι κανένας από τους Τούρκους δεν προσπάθησε να κρατήσει τις αποστάσεις από φόβο ότι θα μολυνθεί. Επιπλέον, αμέσως μετά την απομάκρυνση του αρρώστου, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κοιμηθούν επάνω στην κουβέρτα του χρησιμοποιώντας τα ρούχα του σαν προσκεφάλι· “σε απάντηση στην προτροπή μου να μην το κάνουν, μου έδειξαν το μέτωπό τους λέγοντάς μου, ότι το πότε θα πεθάνουν είναι γραμμένο εκεί από τη γέννα τους”. Λίγο αργότερα, ο γενίτσαρος που τον συνόδευε στο ταξίδι του προς την Αδριανούπολη, πήρε μαζί τους στην άμαξα κάποιον που είχε προσβληθεί από τον λοιμό. Στην παρατήρηση του Βρετανού ότι εκείνος στη θέση του δεν θα έβαζε τον ασθενή στην άμαξα, ο γενίτσαρος “τού έδειξε το μέτωπό του και το δικό του, λέγοντάς του ‘δεν μπορούμε να πάθουμε τίποτε αν δεν είναι γραμμένο εκεί, αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε’. Ο άνθρωπος πέθανε τη νύχτα δίπλα μας· παρόλο που αποζημιώθηκε η εμπιστοσύνη μας, μάλλον είμασταν τυχεροί παρά φρόνιμοι”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Blount και για πολιτικά και οικονομικά θέματα: “Αναμφίβολα όμως [η έλλειψη αυστηρών μέτρων] προκαλεί κοινό όφελος, και εμποδίζει την διακοπή του εμπορίου· ενώ οι υπηρεσίες υγείας στην Ιταλία κάνουν περισσότερο κακό από όσο έκανε ποτέ η πανώλη”. Ο Blount προφανώς ανήκε στους φιλελεύθερους βρετανικούς κύκλους που κατέκριναν τον έλεγχο της κίνησης ανθρώπων και διακίνησης εμπορευμάτων που επέβαλε το κράτος με σκοπό την πρόληψη και καταστολή των λοιμών. Τον 19ο αιώνα η φιλελεύθερη πλευρά του βρετανικού κράτους, μετά από διαμαρτυρίες για παρεμπόδιση του ελεύθερου εμπορίου και των συναφθεισών διομολογιών, θα επιβάλει τον διεθνή έλεγχο της πρώτης καραντίνας που θα εγκαθιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη το σουλτανικό καθεστώς.
Τα αποτελέσματα αυτής της αναζήτησης στην πλατφόρμα επιβεβαιώνουν τον κοινό τόπο ότι η μεθοδική σπουδή του παρελθόντος μπορεί να δώσει ενδιαφέροντα αποτελέσματα και για ζητήματα του παρόντος.