Τον Απρίλιο του 1534 ο Οθωμανός στόλαρχος (Καπουδάν Πασάς) Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη επικεφαλής μεγάλου στόλου με στόχο την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας του στη Μεσόγειο εις βάρος των χριστιανικών δυνάμεων.

“Η αυθεντική αφήγηση της ιστορίας του Γακούμπ και του γιου του Αριεντένο Μπαρμπαρόσα”  (An authentic narrative of the History of Jacub of Jenigawarder and his son, Ariadeno Barbarossa) περιέχεται στο χειρόγραφο MSS 70.3 της Γενναδείου βιβλιοθήκης που απέκτησε ο Ιωάννης Γεννάδιος το 1926. Το χειρόγραφο απαρτίζεται από δύο εκδοχές της βιογραφίας του κουρσάρου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, που από πειρατής έγινε βασιλιάς στο Αλγέρι και τέλος Καπουδάν Πασάς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η δεύτερη είναι γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα από το χέρι του περίφημου Άγγλου λόγιου περιηγητή William Gell (1777-1836), , που κατά τα ταξίδια στην Ανατολή έκανε σημαντικές παρατηρήσεις αρχαιολογικής τοπογραφίας, χρήσιμες ακόμη και σήμερα.

Η αρχή των δύο κειμένων είναι ίδια. Περιγράφεται το ταξίδι τού στόλου τού Μπαρμπαρόσα από την Κωνσταντινούπολη προς την Κεντρική Μεσόγειο· πρόκειται για την κορύφωση της καριέρας του άλλοτε πειρατή και παράλληλα την είσοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Δυτική Μεσόγειο και την κυριαρχία της που θα κορυφωθεί με τη νικηφόρα ναυμαχία της Πρέβεζας του 1538: “Το καλοκαίρι του 1534 ήταν έτοιμος να πλεύσει ένας στόλος 80 πλοίων κυριότητας του Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα ως βασιλιά του Αλγερίου, αν και για την Κωνσταντινούπολη είχε τη θέση Μπευλέρμπεη. Σε αυτά προστέθηκε κι ο σουλτανικός στόλος, τον οποίο ο Μπαρμπαρόσα διοικούσε ως Καπουδάν Πασάς· επίσης πολλά μεταφορικά πλοία στρατολογήθηκαν για τη μεταφορά των στρατευμάτων, κι ένας μικρός αριθμός αλόγων για να ιππεύσουν οι ανώτεροι αξιωματικοί, αν το καλούσαν οι περιστάσεις. Λέγεται ότι ολόκληρος στόλος έφτανε τα 450 πλοία. Τώρα τα στρατεύματα ταξίδευαν κι ένας ευνοϊκός νότιος άνεμος έφερνε το στρατό στη Μάλτα· και τα κάστρα της Σάντα Λουτσίντα και του Τσιτράρο αιφνιδιάστηκαν”.

      

Η αφήγηση γίνεται γλαφυρή, διατηρώντας ένα νεοκλασικό ύφος. Χαρακτηριστικό είναι πώς αποδίδεται η δράση στην αποτυχημένη απόπειρα απαγωγής μιας Ιταλίδας πριγκίπισσας: “Ήταν μεγάλη τύχη που δεν είχε ξεχάσει την ερωμένη του κατά τη φυγή του, καθώς εκείνη αμέσως πήδηξε έξω από το όχημα· και, αν και δεν ήταν ντυμένη κατάλληλα για διαφυγή, ούτε αρκετά δυνατή, ωστόσο ο φόβος αύξησε της φυσικές της δυνάμεις και κατάφερε να ακολουθήσει το υπόλοιπο της συνοδείας για να κρυφτεί όπως και οι άλλοι στους θάμνους και στο ανώμαλο έδαφος που περιέβαλλε τον δρόμο. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Χαϊρεντίν, αποδείχτηκε ότι ήταν η Ντόνα Λεονόρα του Μπρανκαφόρτε, δούκισσα του Λεντίνι”.

Στην ιστορία τού Μπαρμπαρόσα συμπυκνώνονται σημαντικά στοιχεία της μεγάλης και της μικρής ιστορίας. Η ατομική πρωτοβουλία και η ομαδική συνεργασία των μουσουλμάνων κουρσάρων στη Βόρεια Αφρική βρίσκει ευκαιρίες μέσα στις ευρύτερες συνθήκες, δημιουργώντας με τη σειρά της συνθήκες για την Οθωμανική κυριαρχία στη Μεσόγειο. Παράλληλα επιταχύνει άλλες διεργασίες, όπως τη σταδιακή δημιουργία ισχυρών κρατικών στόλων. Ενώ διαταράσσει και αναδιατάσσει τις εμπορικές και οικονομικές ισορροπίες.

Ο συγγραφέας διατείνεται ότι χρησιμοποιεί κριτικά αυθεντικές πηγές, όταν π.χ. συζητά τη μορφή των Αγγλικών ονομάτων: “τα ονόματα των Βρετανών, ωστόσο, ήταν γραμμένα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ώστε ελπίζω να εξοικειωθεί ο αναγνώστης, καθώς εμφανίζονται σε όλη την αυθεντικότατη αυτή αφήγηση με τις ποικιλίες της ορθογραφίας που τεκμηριώνουν τα χρησιμοποιηθέντα έγγραφα”. Θα είχε ενδιαφέρον μια σύγκριση του κειμένου με αντίστοιχες οθωμανικές πηγές (π.χ. του Seyyid Muradi’s, Gazavat-i Hayreddin Pasha).

Ήδη, όμως, στις επιλογές του ύφους και των περιεχομένων του οικοδομεί την ιδιαιτερότητά του ως αφηγητή: “Τα αγόρια είχαν ανατεθεί στη φροντίδα του καπετάν Παναγιώτη, ενός Έλληνα Μυτιληνιού εμπόρου, συγγενή της μητέρας τους. Με αυτόν τον τρόπο απόλαυσαν το πλεονέκτημα της εκπαίδευσης, ενώ διατηρούσαν τα ονόματα, την ενδυμασία και την πίστη της κυρίαρχης κάστας του πατέρα τους. Και έγιναν τέλειοι κύριοι τριών γλωσσών, Αραβικών για το εμπόριο με την Αίγυπτο, ενώ είχαν επαρκή γνώση της Ιταλικής αναμεμειγμένης με δημώδη Ισπανικά που λεγόταν lingua franca. Ο μεγαλύτερος ονομαζόταν Ισάκ ή Ισαάκ, ο δεύτερος Ουρούτσε, που έγινε γνωστός στην Ευρωπαική ιστορία με τη φθαρμένη φόρμα Χορουτς και Ουσντρούκ, ενώ ο τρίτος ήταν ο Χιτζ ή Χαϊρ Ελντίν, που προφερόταν Χαϊρεντίν, η ευδαιμονία ||του κόσμου ή|| της πίστης, και ο τέταρτος Ελίας (...) Είναι πιθανόν ότι ο Ουρούτς και ο Χαιρεντίν είχαν πάρει από Ευρωπαϊκό αίμα περισσότερο παρά από το Ασιατικό. Διακρίνονταν για τα γαλάζια μάτια και τα ανοιχτά ή κόκκινα μαλλιά τους, ενώ ο Ισάκ και ο Ελίας έμοιαζαν περισσότερο στη σκουρομάτα Μυτιληνιά κόρη. Σαν αποτέλεσμα, ο Ουρούτς και ο Χαϊρεντίν πήραν από τους Τούρκους το προσωνύμιο Μπαρμπαρόσα ως νύξη στο γεγονός. Ο τρίτος έγινε με το πέρασμα του χρόνου ο πιο διάσημος στην Ευρώπη, και συχνά αναφέρεται από τους Ιταλούς ιστορικούς της εποχής με το παραφθαρμένο όνομα Αριαντένο Μπαρμπαρόσα”.

Ο αναγνώστης μέσα από το κείμενο μπορεί να παρακολουθήσει την άνοδο και κυριαρχία μιας εξαιρετικής προσωπικότητας στην ιστορική σκηνή της Μεσογείου του 16ου αιώνα μέσα από τη ματιά ενός δυτικού του 19ο αιώνα και του κόσμου του.